ρικνότης

ρικνότης
(-ητος) η морщинистость, сморщенность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ρικνότης" в других словарях:

  • ῥικνότης — shrivelledness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥικνότητι — ῥικνότης shrivelledness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρικνότητα — η / ῥικνότης, ητος, ΝΑ [ῥικνός] ύπαρξη ρυτίδων, ρυτίδωση, ζάρωμα, σούφρωμα αρχ. η καμπυλότητα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»